Sunday, August 25, 2024

Γερόντισσα Γαλακτία

 Γερόντισσα Γαλακτία: «Αἰσθάνομαι τὴ βρόμα των δαιμόνων σὲ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς κάνουν τὰ χατίρια. Μόλις έξομολογηθοῦν ἐξαφανίζεται ἡ δαιμονικὴ βρόμα ἀπὸ πάνω τους.»


«Ἔρχονται οἱ δαίμονες... Πῶ, πῶ, πῶς κατήντησαν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ; Καὶ ὅμως κάποτε ἦσαν ἄγγελοι. Τώρα εἶναι τέρατα. Δὲν ἀντέχει ὁ κοινὸς νοῦς τὴν περιγραφὴ τῆς μούρης τους. Ἄλλοτε ἔχουν ἕνα μεγάλο μάτι κατακόκκινο ποὺ σπιθίζει. Ἄλλοτε δύο τρία μικρά, τελείως παράουρες οἱ μορφές τους. Άνοιγοκλείνουν τὰ στόματά τους καὶ τὰ κάνουν τεράστια. Βλέπεις δόντια λεπτὰ σὰν σύρματα πυρακτωμένα. Τὰ χέρια τους παράουρα σὰν μεμβράνη καὶ τὰ δάχτυλα πλατιὰ σὰν τὸ πόμολο τῆς πόρτας. Δύο τρία δάκτυλα. Ποτέ δὲν ἀκουμπῶ τὸ πόμολο γιατὶ μοῦ θυμίζει τὰ δάχτυλα τῶν δαιμόνων. Τὰ μαλλιὰ ὄρθια σὰν νὰ τοὺς βάλανε στὴν πρίζα. Γι' αὐτὸ βάζουνε τοὺς νεαροὺς νὰ τὰ κάνουνε ἔτσι. Ὅπου δῶ νεαρό να 'χει τὰ μαλλιὰ τῶν δαιμόνων, τὸν πάω στὴ βρύση καὶ τοῦ τὰ χαλώ…


Ἔρχεται μὲ ποικίλες μορφές. Προσπαθεῖ νὰ μὲ τρομάξει. Ἀδιαφορῶ τελείως. Συνήθως ἔρχονται ὅταν μιλῶ στὸ τηλέφωνο. Προπαντὸς μὲ τὴ Σούλα καὶ τὸν Ἀντώνη. Χοροπηδοῦν γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου ἀλλὰ δὲν μὲ ἀγγίζουν. Κάποτε βάζουν καὶ τὸ αὐτί τους στὸ ἀκουστικὸ γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴ συνομιλία μας. Τὸ λέω καμιὰ φορὰ σ' αὐτοὺς ποὺ μιλῶ στὸ τηλέφωνο ἀλλὰ καταλαβαίνω πὼς φοβοῦνται καὶ συνήθως δὲν τοὺς τὸ λέω. Μόλις χαϊδεύσω τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ ποὺ ἔχω ἀπὸ πάνω μου, γίνονται ἄφαντοι. Φεύγουν πανικόβλητοι ἀπὸ τὸ ἀπέναντί μου κλειστὸ παράθυρο.


Κάποτε ἦρθε μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς τεράστιου λαιμοῦ σὰν καλάμι, ποὺ εἶχε στὴν κορυφὴ τὴν κεφαλὴ ἑνὸς πετεινοῦ. Ἔκανε κινήσεις καὶ προσπαθοῦσε νὰ τσιμπήσει τὰ χέρια μου τὴν ὥρα ποὺ ἔκανα κομβοσχοίνι. Τὸν ἔδιωξα ἀστραπιαία μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.


Ἄλλοτε ἦρθε ἐν ὥρα προσευχῆς μὲ τὴν μορφὴ τεράστιας γυμνῆς γυναίκας. Μοῦ ἔδειχνε ἀδιάντροπα τὰ ὀπίσθιά της. Φτοῦ, φτοῦ... ἀηδίασα. Μοῦ ἔλεγε: “Αὐτὰ τοὺς δείχνω καὶ τοὺς ἔκανα ὅλους ἀνώμαλους σὰν ἐμένα. Ὅλους θὰ τοὺς ρίξω στὸ παρὰ φύσιν..."». Αὐτὰ ἐγκάνιζε σὰν τὸ γάιδαρο. Συνέχισα νὰ ἀδιαφορῶ καὶ νὰ διαβάζω. Κάποια στιγμὴ εἶχε κολλήσει τὰ ὀπίσθιά της στη μύτη μου. Ἀηδίασα. Μοῦ ἦρθε ἐμετός. Ἐπικαλέστηκα τὸν Ἀρχάγγελο καὶ ἀμέσως... Σὰν νὰ ἅρπαξε φωτιὰ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ἔφυγε οὐρλιάζοντας. Ἔσκασε στὸ πεντένι ἀπέναντι τοῦ γείτονα... Βρομᾶνε οἱ δαίμονες ἀπαίσια θρασουλιά. Πῶς βρομᾶνε τὰ ἐντόσθια τῶν ζώων. Ἀκόμα χειρότερα. Στὸν χιλιοπλάσιο βαθμό. Βρομᾶνε σὰν τὸ πτῶμα ποὺ σκάει στὸ μνῆμα μετὰ ἀπὸ 16 ἡμέρες. Ἀκόμα χειρότερα. Τὴν αἰσθάνομαι τὴ βρόμα τους σὲ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς κάνουν τὰ χατίρια. Προπαντὸς ὅταν μὲ φιλήσουν κάποιοι. Βρομᾶ τὸ στόμα τους. Πρέπει ἔπειτα νὰ βάλλω ἁγιασμὸ στὸ χέρι μου καὶ στὸ πρόσωπό μου. Ἔτσι φεύγει ἡ δαιμονικὴ βρόμα. Αἰτία οἱ βλαστήμιες καὶ οἱ φοβερὲς ἀνωμαλίες ποὺ κάνουν μὲ τὰ στόματά τους.. Μόλις έξομολογηθοῦν ἐξαφανίζεται ἡ δαιμονικὴ βρόμα ἀπὸ πάνω τους. Ἀστράφτουν καὶ εὐωδιάζουν...».


Πηγή: “Η Οσία

Γερόντισσα Γαλακτία της Κρήτης”, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, εκδ. Θεομόρφου, σελ. 90-92

No comments:

Post a Comment